- προσημειώνω
- [-ώ (ο)] μετ. юр. налагать временный арест на имущество
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προσημειώνω — προσημειοῡμαι, όομαι, ΝΜΑ νεοελλ. 1. σημειώνω, αναγράφω κάτι εκ τών προτέρων 2. (νομ.) ενεργώ προσημείωση, εγγραφή υποθήκης σε κινητό ή ακίνητο περιουσιακό στοιχείο μσν. παθ. προσημειοῡμαι, όομαι έχω προσημειωθεί, έχει γίνει για μένα γραπτή… … Dictionary of Greek
προσημειώνω — προσημείωσα, προσημειώθηκα, προσημειωμένος 1. σημειώνω από πριν. 2. (νομ.), εγγράφω προσημείωση (βλ. λ.) στα βιβλία του υποθηκοφυλακείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek
προσημαίνω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. προσαμαίνω Α δείχνω σημάδια για το μέλλον, φανερώνω με σημάδια το μέλλον (α. «προεσήμαινε τα μέλλοντα ἔσεσθαι», Ηρόδ. β. «ὡς τοῡ δαιμονίου προσημαίνοντος», Ξεν.) 2. σημειώνω κάτι εκ τών προτέρων, προσημειώνω αρχ. 1. (για κήρυκα)… … Dictionary of Greek
προσημειούμαι — όομαι, ΜΑ βλ. προσημειώνω … Dictionary of Greek
προσημείωση — η 1. η ενέργεια του προσημειώνω, σημείωση από πριν. 2. (νομ.), εγγραφή, ύστερα από δικαστική απόφαση, σημείωσης στα βιβλία του υποθηκοφυλακείου για την εξασφάλιση προνομιακής αξίωσης του δανειστή σε βάρος ακινήτου του οφειλέτη ή τρίτου που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)